μαρτυριάρης

μαρτυριάρης
-άρα, -άρικο
αυτός που έχει τη συνήθεια να καταδίδει τις επιλήψιμες πράξεις κάποιου («μαρτυριάρικο παιδί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία + κατάλ. -άρης (πρβλ. γκρινι-άρης, ζηλι-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρτυριάρης, -α, -ικο — (κυρίως για παιδιά), αυτός που καταδίνει, μαρτυράει τις αταξίες ή τα μυστικά των συντρόφων του, ο καταδότης: Δε σου λέω το μυστικό μου γιατί είσαι μαρτυριάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”